μελισσώνας

μελισσώνας
ο
το μελισσοκομείο: Είχε στην κατοχή του πολλούς μελισσώνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελισσώνας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 36 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται σε απόσταση 125 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου του νομού Ευβοίας. * * * ο, και μελισσώνα, η (ΑM μελισσών, ῶνος, Α αττ. τ. μελιττών, Μ και μελισσώνας …   Dictionary of Greek

  • μελισσῶνας — μελισσών bee house masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται σε απόσταση 66 χλμ. ΝΔ των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινναχωρίου. * * * μελισσία, ἡ (Μ) ο μελισσώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • μελισσοκομείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 365 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παγγαίου του νομού Καβάλας. Βρίσκεται σε απόσταση 27 χλμ. ΝΔ της Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πιερέων. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το (ΑM… …   Dictionary of Greek

  • μελισσοτροφείο — το [μελισσοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται μέλισσες, μελισσουργείο, μελισσοκομείο, μελισσώνας …   Dictionary of Greek

  • μελισσοτρόφιον — και αττ. τ. μελιττοτρόφιον, τὸ (Α) [μελισσοτρόφος] μελισσώνας …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργείο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 111 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται σε απόσταση 23 χλμ. ΒΑ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορυσσών. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου… …   Dictionary of Greek

  • μελισσόκηπος — ο κήπος ή τόπος περίφρακτος, συνήθως, μεσημβρινός και υπήνεμος, όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες τών μελισσών, αλλ. μελισσομάντρι, μελισσοτόπι, μελισσώνας, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο …   Dictionary of Greek

  • μελισσοκομείο — το το μέρος όπου βρίσκονται πολλές κυψέλες, ο μελισσώνας, το μελισσοτροφείο, τα μελίσσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”